προκάρδιον

προκάρδιον
προκάρδιον
pit of the stomach
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προκαρδίῳ — προκάρδιον pit of the stomach neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρδιότης — καρδιότης, ἡ (Α) το προκάρδιον* …   Dictionary of Greek

  • σφαγίς — ίδος, ἡ, Α 1. μαχαίρι που χρησιμοποιείται σε θυσίες 2. (γενικά) μαχαίρι 3. (κατά τον Ησύχ.) «σφαγίς τὸ προκάρδιον». [ΕΤΥΜΟΛ. < σφαγή + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. λαβ ίς)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”